-Τι έχεις πάθει κόρη μου κι είσαι έτσι αλαφιασμένη;
-Έχω φαγούρα στο μο@νί, Αγία Ηγουμένη !
-Σύρε μπροστά στην είσοδο, εκεί στην
Άγια Βρύση, και τρίψε το με Αγιασμό. Θα σε ανακουφίσει …
Πήγα μπροστά στην είσοδο, πήγα στην Άγια Βρύση
μα δεν ανακουφίστηκα, χρειάζομαι γ@μήσι !
-Τι λόγια λες, αμαρτωλή; Σώπα και μας ακούνε.
Κι εμάς μας λείπει η ψ@λή, αλλά δε βλασφημούμε.
-Και τι να κάνω η χριστιανή που είμαι κ@υλωμένη;
Εσείς δεν έχετε ορμές, Αγία Ηγουμένη;
-Λες να μην έχω, κόρη μου; Τι λες; Να ‘χω αγιάσει;
Καμιά αδερφή μες στη μονή δεν έχει τέτοια κράση.
-Και τότε; Πώς τη βγάζετε; Ποιο είν’ το μυστικό σας;
-Κοίτα να δεις, κοπέλα μου. Είσαι μικρή, δεν ξέρεις,
μα αν συνεχίσεις όπως πας, για πάντα θα υποφέρεις.
Τόσο καιρό που φύλαγες την τρύπα σου για προίκα
σου γίναν’ τα μουν@χειλα σαν ξεραμένα σύκα
Πρέπει λοιπόν σιγά-σιγά τον πόνο να απαλύνεις.
Γι’ αυτό σου λέω με Αγιασμό την τρύπα σου να πλύνεις.
-Την πίσω τρύπα ή την μπροστά; Ποιο δάχτυλο να βάλω;
Πες μου πώς γίνεται σωστά. Αχ! Δεν αντέχω άλλο.
-Άκουσε, κόρη μου, καλά, δώσε την προσοχή σου:
Ποτέ δεν πρέπει μόνη σου να πλένεις το μο@νί σου.
Τράβα λοιπόν στην είσοδο, εκεί στην Άγια Βρύση
κι εγώ θα στείλω άμεσα κάποιον να σε φροντίσει
-Ποιος θα ναι; Πώς θα λέγεται; Και ποια η καταγωγή του;
Θα ‘χει λεφτά και όνομα; Αξίες στη ζωή του;
-Κόρη, μην είσαι αφελής. Αφού κι εσύ το ξέρεις
πως όταν φτάνει η στιγμή της κ@ύλας κι υποφέρεις
δεν έχουν νόημα τα λεφτά ούτε η ανατροφή του,
μα να ‘χει μήκος αρκετό και πάχος το κ@υλί του !
Να στέκεται αγέρωχο, περήφανο γενναίο,
κι όσο κι αν το ταλαιπωρείς να παραμένει ακμαίο.
Τράβα, λοιπόν, και μη ρωτάς στη Βρύση, που σου είπα.
Να, συμβουλή: πρώτη φορά, ποτέ την πίσω τρύπα !
Μέρος β´
Μ’ αυτά τα λόγια τα σοφά που είπε η Ηγουμένη,
η κόρη φεύγει τρέχοντας κι απ’ τη χαρά χεσμένη.
Αμέσως πήγε μόνη της και στήθηκε στη Βρύση,
προσμένοντας καρτερικά κάποιον να τη φροντίσει.
Ήταν ντυμένη ελαφρά, κυλότα δεν φορούσε,
γιατί η κάψα στο μο@νί την εταλαιπωρούσε.
Πέφτει στα δυο τα γόνατα τάχα πως προσευχόταν
και μέσα της τον ψωλ@ρά περίμενε κι ευχόταν
να ‘ναι μαζί της τρυφερός μα κι άγριος σαν πρέπει
και να ‘ναι η πο@τσα του ορθή σαν την Αγία Σκέπη !
Να φέρεται με σεβασμό, να ξέρει να προσφέρει
αυτό που δεν κατάφερνε μονάχη με το χέρι.
Κι εκεί, σκυφτή στα τέσσερα, βλέπει τον καβαλάρη,
μ’ υπέροχη κορμοστασιά, τεράστιο παπ@ρι,
και βγάζει ένα αναστεναγμό που πλάνταξε η φύση:
-Ορίστε ο λεβέντης μου! Αυτός θα με γ@μήσει!
Σηκώνει το κεφάλι της και του γελάει με τρόπο,
κλείνει το μάτι πονηρά, του κάνει λίγο τόπο,
να έρθει από τα δεξιά τη φόρα του να πάρει
και να μπορέσει εύκολα την τρύπα να κεντράρει.
Κι ο καβαλάρης βλέποντας τον κ@λο τον παρθένο
έτσι λευκό, λαχταριστό, έτσι καλοστημένο,
αρπάζει το παπ@ρι του, φωνάζει -Εν Τούτω Νίκα !,
και της το βάζει άγαρμπα από την πίσω τρύπα.
Τι ήταν να το κάνει αυτό; Την ξάφνιασε την Κόρη,
της γύρισαν τα μάτια της, βροντάστραψαν τα όρη.
Έβγαλε δυνατή κραυγή, της κόπηκε η ανάσα,
της λύγισαν τα γόνατα, της έφυγαν τα ράσα.
Όμως μετά το ξάφνιασμα, μετά την πρώτη αντάρα
μετά το σοκ που ένιωσε της κόρης η κωλ@ρα,
ο πόνος -τι παράξενο!- άρχισε να ‘χει γλύκα,
πολύ το ‘φχαριστιότανε αυτό το «Εν Τούτω Νίκα!».
Τι κι αν λιγάκι πιο νωρίς την είχαν ορμηνέψει
διείσδυση στον κ@λο της να μην την επιτρέψει;
Τι κι αν η κάψα στο μο@νί ήταν το πρόβλημά της;
Τι κι αν την ξάφνιασε άγαρμπα ο ωραίος αναβάτης;
Αυτή το ‘φχαριστήθηκε. Θα το ‘κανε και πάλι,
θα το ‘κανε και με ψ@λή ακόμα πιο μεγάλη !
Άσ’ την να λέει η άσχετη Αγία Ηγουμένη,
διπλά σε φτιάχνει το κ@υλί, που από πίσω μπαίνει.
Τέλος Τριλογίας
-Τι έχεις πάθει, κόρη μου, και πας σαν συγκαμμένη;
-Μου ‘κάναν Οθωμανικό Αγία Ηγουμένη…
-Σου άρεσε; -Μου άρεσε.
-Θα ξαναπάς; -Δεν ξέρω.
Καλό το πισωκολλητό, μα τώρα υποφέρω.
-Δώσε καιρό στον κ@λο σου να ηρεμήσει λίγο…
-Πόσο καιρό; Πονάω πολύ τα πόδια σαν ανοίγω.
-Σε δύο μέρες αρχικά θα πάψεις να υποφέρεις,
θέλει μετά κι άλλες εφτά, μέχρι να συνεφέρεις.
Ό,τι σου λέω οι σοφοί πατέρες μας το βρήκαν,
του κ@λου τα εννιάμερα πώς λες εσύ να βγήκαν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου